αποινοδικος

αποινοδικος
    ἀποινόδικος
    ἀποινό-δῐκος
    2
    несущий возмездие, карающий
    

(δίκαι Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποινοδικος" в других словарях:

  • αποινόδικος — ἀποινόδικος, ον (Α) αυτός που επιβάλλει ποινή, ο τιμωρός …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»